Μέγας Κωνσταντίνος 272-337 μ.Χ: συνοπτική βιογραφία

γράφει ο Ίων Ρωμανός

Το πλήρες όνομα του ήταν Flavius Valerius Aurelius Constantinus. Γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου (του Χλωρού) από την Ναϊσσό της Μοισίας και της Ελένης από το Δρέπανο της Βιθυνίας γεννήθηκε περί το 272. Το 307 χωρίζει την πρώτη σύζυγό του την Μινερβίνη και νυμφεύεται την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξεντίου Φαύστα. Την εποχή αυτή αναδύονται στην επιφάνεια οι μεγάλες αντιθέσεις των συναυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους που καταλήγουν σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις και επεκτείνονται με την προσθήκη και άλλων, πλέον των τεσσάρων. Ο Κωνσταντίνος κυριαρχούσε στην Γαλατία και τα Βρετανικά νησιά, Ο Μαξέντιος και ο Μαξιμιανός στην Ιταλία, την Ισπανία και την Βόρειο Αφρική, ο Λικίνιος ορίστηκε από τον Γαλέριο ως υπεύθυνος στις επαρχίες της Πανονίας, της Ραιτίας, του Νωρικού και της Βαλέριας, ο Μαξιμίνος ελέγχει τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και ο Γαλέριος την υπόλοιπη Ανατολή. Ο Μαξιμιανός στράφηκε πρώτα κατά του γιου του Μαξεντίου και μετά κατά του Κωνσταντίνου μέσα από ένα πλέγμα δολοπλοκιών, αλλά τελικά απέτυχε και έφυγε από την μέση. 


Ο Γαλέριος πεθαίνει το 311 αφού υπογράψει ένα διάταγμα περί ανοχής του κράτους έναντι των χριστιανών οι οποίοι “μπορούν να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό τους”. Πρόκειται για το 1ο Διάταγμα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία που κηρύσσεται η παύση της καταδίωξης του χριστιανισμού. Να διευκρινίσουμε, όμως, ότι ίσχυε μόνο για την επικράτεια του Γαλερίου. Στις 28 Οκτωβρίου 312 ο Κωνσταντίνος κατατροπώνει τον Μαξέντιο στην Μάχη της Μουλβίας Γέφυρας. Τον Ιούνιο του 313 ο Λικίνιος νικά τον Μαξιμίνο και μένουν οι δύο τους. Να σημειώσουμε ότι μετά την νίκη του επί του Μαξεντίου ο Κωνσταντίνος διαλύει την Πραιτωριανή Φρουρά.

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων: Τον Φεβρουάριο του 313 ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος στην συνάντησή τους στα Μεδιόλανα συμφώνησαν να εφαρμόσουν την ανεξιθρησκεία σε όλη την ρωμαϊκή επικράτεια. Ο χριστιανισμός νομιμοποιείται και οι πιστοί του μπορούσαν να τελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Να σημειώσουμε ότι δεν υπήρξε καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκείας του κράτους, απλώς έπαψε να διώκεται από αυτό.

Σύγκρουση Κωνσταντίνου Λικινίου: Τον Οκτώβριο του 314 εκδηλώνεται η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικινίου με την Μάχη στο Κίβαλι της Πανονίας (bellum Cibalense) με ελαφρά επικράτηση του Κωνσταντίνου. Στα τέλη του 316 ή στις αρχές του 317 ακολουθεί μία ακόμη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των ανδρών στην Θράκη με αμφίρροπα αποτελέσματα. Τον Μάρτιο του 317 υπογράφεται η λεγόμενη και «Συμφωνία των Αυγούστων» (Concordia Augustorum). Το 320 ο Λικίνιος εξαπέλυσε έναν «ήπιο» διωγμό κατά των χριστιανών της επικράτειάς του. Το 321 ο Κωνσταντίνος εισβάλλει στην επικράτεια του Λικινίου για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων. Τον Ιούλιο του 324 ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο σε μία αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Παράλληλα, ο γιος του Κωνσταντίνου Κρίσπος καταναυμαχεί τον στόλο του Λικινίου στον Ελλήσποντο. Η τελευταία πράξη του εμφυλίου παίχτηκε στην Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας όπου ο Κωνσταντίνος νικά οριστικά τον Λικίνιο. Ο τελευταίος κατέφυγε στην πρωτεύουσά του την Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος τον συλλαμβάνει και τον εξορίζει στην Θεσσαλονίκη. Το 325 ο Κωνσταντίνος τον καταδικάζει σε θάνατο υποψιαζόμενος συνωμοτικές κινήσεις του Λικινίου για να τον ανατρέψει. Μετά από λίγο εκτελεί και τον γιο του Λικινίου τον Λικινιανό. 

Το 324 ο Κωνσταντίνος είναι Μονοκράτορας. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς θέτει τα θεμέλια της Κωνσταντινουπόλεως, θέλοντας να μεταφέρει το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Το 325 συγκαλείται από τον Κωνσταντίνο η 1η Οικουμενική Σύνοδος. Πρόκειται γιά τήν πρώτη συνάθροιση τοῦ ἀνωτάτου χριστιανικοῦ κλήρου ἀπό ὅλη τήν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἔλαβεχῶρα στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (ἔκτοτε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι συγκαλοῦνται καί προεδρεύονται ἀπό τόν ἑκάστοτε αὐτοκράτορα, δηλώνοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἰσχυρή σύνδεση τῆς κοσμικῆς μέ τή θρησκευτική ἐξουσία). Σέ αὐτή τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἄν καί καταδικάστηκε ὁ Ἄρειος μετά τῆς διδασκαλίας του, ἐντούτοις ἐξακολουθοῦσε νά προσελκύει ὁπαδούς, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν αὐτοκρατόρων, ὅπως θα δούμε. Τί δίδασκε ὅμως ὁ Ἄρειος; Κατ’ ἀρχάς νά διευκρινίσουμε ὅτι ὁ Ἀρειανισμός συγκαταλέγεται στά λεγόμενα καί “Χριστολογικά” αἱρετικά δόγματα, τά ὁποῖα ἐξέταζαν τίς φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἄρειος, λοιπόν, ἐν ὀλίγοις, κήρυττε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἴσος καί ὅμοιος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά δημιούργημά του, κτίσμα του. Αὐτή ἡ παραδοχή, ὅμως, ἔθετε αὐτομάτως ὑπό ἀμφισβήτηση τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ. Τό ζήτημα λύθηκε μέ τή διατύπωση τῶν πρώτων ἄρθρων τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπου διακηρύχθηκε τό “ὁμοούσιον” μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ “ὁμοούσιος τῷ Πατρί”. Ἔτσι, ὁ Κωνσταντῖνος κατάφερε ‐προσωρινά φυσικά‐ νά διασώσει τή θρησκευτική ἑνότητα τῆς νεοσχηματιζόμενης χριστιανικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, πάνω στήν ὁποία εἶχε ἐπενδύσει τά πάντα. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό συγγραφέα Σωκράτη τόν Σχολαστικό ὅτι μετά τή λήξη τῆς Συνόδου καί τήν τελική διατύπωση τῶν ἄρθρων τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ὁ αὐτοκράτορας ἀνεφώνησε: “Ταύτης ὑφʹ ὑμῶν ἐκτεθείσης τῆς πίστεως, οὐδενί παρήν ἀντιλογίας τόπος”.

Σχόλια