Γουδή 1922: Το διάτρητο κατηγορητήριο της δίκης

Στις 15 Νοεμβρίου 1922, οι πραξικοπηματίες Πάγκαλος, Πλαστήρας και Γονατάς εκτέλεσαν στο τότε Γουδή (και σημερινό Παπάγου) τους λεγόμενους Έξι. Πριν από την εκτέλεση, οι πραξικοπηματίες είχαν οργανώσει ένα είδος "στρατοδικείου".  Επρόκειτο για μία παρωδία δίκης, που σκοπό είχε να προσδώσει μία επίφαση νομιμότητας στις εκτελέσεις που οι πραξικοπηματίες είχαν ήδη αποφασίσει πολύ νωρίτερα.  Τις "ανακρίσεις" είχε κάνει ο πραξικοπηματίας Θεόδωρος Πάγκαλος (παππούς του σημερινού).  Δεν έχει επιβεβαιωθεί ποιος έγραψε το κείμενο του "κατηγορητηρίου", αλλά υπάρχουν υπόνοιες ότι βασική ευθύνη για αυτό είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου (παππούς του σημερινού), που εκείνη την εποχή ήταν ο "πολιτικός σύμβουλος της επαναστάσεως".



Όλες οι "κατηγορίες" που περιείχε το "κατηγορητήριο" έχουν αποδειχθεί ψεύτικες.  Και όμως, το περιεχόμενο του "κατηγορητηρίου" έχει μετατραπεί σε επίσημη ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας και διδάσκεται σήμερα στα σχολεία σαν δήθεν "αιτίες" της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ένα από αυτά τα ψέματα είναι ότι μία από τις αιτίες της ήττας της Ελλάδος στη Μικρά Ασία ήταν το ότι οι βασιλόφρονες αξιωματικοί δήθεν δεν ήταν "εμπειροπόλεμοι".  Το "κατηγορητήριο" ισχυριζόταν ότι, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1920, οι κυβερνήσεις απομάκρυναν τους δήθεν εμπειροπόλεμους βενιζελικούς αξιωματικούς και τους αντικατέστησαν με άλλους που δεν είχαν το ίδιο "καλή" πολεμική εμπειρία.  Η "επιστημονική" επίφαση αυτού του ψέματος είναι ότι, δήθεν, οι βασιλόφρονες αξιωματικοί είχαν πολεμήσει για τελευταία φορά στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και έτσι η εμπειρία τους ήταν απαρχαιωμένη.  Αντίθετα, οι βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν, δήθεν, πιο πρόσφατη πολεμική εμπειρία, επειδή είχαν πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την περίοδο 1917-1918.  Η επίσημη ιστορική άποψη που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα ισχυρίζεται ότι αυτή η υποτιθέμενη "έλλειψη" εμπειρίας των αξιωματικών της περιόδου 1920-1922 ήταν μία από τις αιτίες της ήττας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία.

Αυτή η θεωρία είναι αβάσιμη για πολλούς λόγους. 


Πρώτον, οι υποτιθέμενα πιο "έμπειροι" βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν ήδη αποτύχει να καταπνίξουν την αντίσταση του Κεμάλ και να εδραιώσουν την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.  Ο ελληνικός στρατός ήταν υπό βενιζελική ηγεσία (με τον Πάγκαλο ως Επιτελάρχη του Αρχηγού του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία) από τον Μάϊο του 1919 μέχρι το Νοέμβριο του 1920.  Εκείνη την περίοδο, το κίνημα του Κεμάλ ήταν ακόμα στα σπάργανα και αγωνιζόταν εναντίον πολυάριθμων εχθρών σε πολλά διαφορετικά σημεία της σημερινής Τουρκίας.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ο πόλεμος εναντίον των Αρμενίων και των Γάλλων κοντά στα σύνορα με τη σημερινή Συρία (οι Γάλλοι την αποκαλούν "εκστρατεία της Κιλικίας" και οι Τούρκοι το "Νότιο Μέτωπο"), καθώς και ο πόλεμος εναντίον του κράτους της Αρμενίας στον Καύκασο (οι Τούρκοι το αποκαλούν το "Ανατολικό Μέτωπο").  Η βενιζελική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία απέτυχε να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες του Κεμάλ σε όλο αυτό το μεγάλο και κρίσιμο χρονικό διάστημα 1919-1920.


Όταν ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές το Νοέμβριο του 1920, κληροδότησε στους διαδόχους του ένα στρατιωτικό χάος στη Μικρά Ασία.  Ο Κεμάλ είχε μόλις συντρίψει τους Αρμενίους του Καυκάσου (σε συνεργασία με τους Κομμουνιστές της Σοβιετικής Ένωσης), καθώς και τους Γάλλους και Αρμενίους στα σύνορα με τη Συρία.  Ο στρατός του Κεμάλ μεγάλωνε σε αριθμό και οργάνωση κάθε μέρα και λάμβανε στρατιωτικό υλικό και υποστήριξη από τους Κομμουνιστές της Σοβιετικής Ένωσης (το άγαλμα του Κομμουνιστή Σοβιετικού Μιχαήλ Φρούνζε βρίσκεται ακόμα πλάι στο άγαλμα του Κεμάλ στο "μνημείο της Τουρκικής απελευθέρωσης" στην Κωνσταντινούπολη).  Η βενιζελική στρατιωτική ηγεσία ήταν ανίκανη να αντιδράσει.  Επεξέτεινε συνέχεια τις δυνάμεις της πιο βαθιά στη Μικρά Ασία, ψάχνοντας άκαρπα να βρει σημεία οχύρωσης και άμυνας κατά του Τουρκικού ανταρτοπολέμου.  Και δεν είχε κανένα σχέδιο για το πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να νικήσει αυτόν τον πόλεμο.


Συνεπώς, είναι αστείο να ισχυρίζεται κανείς ότι οι βενιζελικοί αξιωματικοί ήταν δήθεν οι πιο "εμπειροπόλεμοι" και "κατάλληλοι" να αντιμετωπίσουν τον Κεμάλ.  Η βενιζελική στρατιωτική ηγεσία είχε ήδη δοκιμαστεί και νικηθεί από την τακτική του Κεμάλ το 1919-1920.  Δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι θα κατάφερνε να νικήσει τον Κεμάλ εάν συνέχιζε να διοικεί τον ελληνικό στρατό μετά το Νοέμβριο του 1920.


Σωματάρχες της εξόρμησης του 1921
Δεύτερον, η στρατιωτική εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων ήταν πολύ πιο χρήσιμη και σχετική από ό,τι η εμπειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.  Ο λόγος για αυτό είναι ότι η φύση του πολέμου στη Μικρά Ασία ήταν πολύ πιο κοντά στα χαρακτηριστικά των Βαλκανικών Πολέμων από ό,τι σε εκείνα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αντίθεση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρά Ασία ο εχθρός δεν καλυπτόταν πίσω από χαρακώματα και συρματοπλέγματα και οι μάχες δεν είχαν τον χαρακτήρα μονομαχίας βαρέως πυροβολικού πάνω από σταθερά οχυρωμένες θέσεις.  Αντίθετα, η Μικρά Ασία απαιτούσε γρήγορες μετακινήσεις στρατού, κυκλωτικές κινήσεις και μάχες σε ακάλυπτα πεδία με ένα διαρκώς κινούμενο εχθρό ο οποίος στην ανάγκη υποχωρούσε σε νέες, πιο μακρινές τοποθεσίες.  Όλα αυτά ήταν πολύ πιο κοντά στις εκστρατείες και μάχες που έδωσε ο ελληνικός στρατός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, παρά στα χαρακώματα και τα βαριά πυροβόλα οχυρών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Συνεπώς, η εμπειρία που στα αλήθεια χρειάζονταν οι Έλληνες αξιωματικοί στην Μικρά Ασία ήταν η εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων.  Αντίθετα με τις θεωρίες του "κατηγορητήριου", το να έχει ένας αξιωματικός αυτήν την εμπειρία ήταν πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα για την συμμετοχή του στον πόλεμο της Μικρά Ασίας.  Οπότε, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι οι βασιλόφρονες αξιωματικοί πράγματι είχαν διαφορετική πολεμική εμπειρία από ό,τι ο Πάγκαλος, ο Κονδύλης και οι φίλοι τους, αυτό δεν αποτελεί "αιτία" της ελληνικής ήττας.


Τρίτον, οι αλλαγές των αξιωματικών μετά το Νοέμβριο του 1920 δεν ήταν σαρωτικές.  Πράγματι αποκαταστάθηκαν αξιωματικοί που είχαν διωχθεί από το αυταρχικό βενιζελικό καθεστώς την περίοδο 1917-1920.  Όμως, οι αξιωματικοί του στρατού παρέμειναν κατά πλειοψηφία βενιζελικοί.  Αυτό το παραδέχονται, αντιφάσκοντας με τον εαυτό τους, ακόμα και οι οπαδοί του "κατηγορητηρίου" όταν προσπαθούν να οικειοποιηθούν τις μεγάλες μάχες του 1921 στην Μικρά Ασία.  Τελικά, οι μαχητές του Σαγγάριου το 1921 ήταν βενιζελικοί "ήρωες" ή βασιλόφρονες "χωρίς κατάλληλη πολεμική εμπειρία";  Αυτό είναι ένα ερώτημα που οι οπαδοί του "κατηγορητηρίου" αποφεύγουν πάντα να απαντήσουν.


Η πραγματικότητα είναι ότι, μετά τις εκλογές του 1920, απομακρύνθηκαν από τον ελληνικό στρατό μόνο εκείνοι που χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για το κομματικό ή προσωπικό τους συμφέρον.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γεώργιος Κονδύλης.  Τόσο η έως τότε διαγωγή τους, όσο και η μελλοντική καριέρα τους ως κατ' επανάληψιν πραξικοπηματιών και δικτατόρων τις δεκαετίες του 1920 και 1930 δικαιώνει απόλυτα την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να τους απομακρύνει από την ενεργό υπηρεσία μετά το Νοέμβριο του 1920.
Το σημείο που ίσως δείχνει καλύτερα το πόσο αβάσιμο ήταν το "κατηγορητήριο", αλλά και την τραγικότητα της εκτέλεσης των Έξι, είναι ότι ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας που παρουσίασαν οι πραξικοπηματίες ήταν ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας.  Πρόκειται για αυτόν που οι αντι-βενιζελικές κυβερνήσεις είχαν διορίσει Αρχηγό του στρατού στη Μικρά Ασία από το 1920 μέχρι λίγους μήνες πριν την Καταστροφή του 1922.  Πρόκειται επίσης για αυτόν που επρόκειτο να υπάρξει βασικός συνωμότης στο πραξικόπημα του Βενιζέλου και του Πλαστήρα το 1935.

Σχόλια

  1. πασχει σαν ιστορικο κειμενο , εστιαζεται μονο στους σρατοκρατορες ,απουσιαζει το κεφαλαιο οικαδε ,και η επιπτωση του .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πασχει σαν ιστορικο κειμενο , εστιαζεται μονο στους σρατοκρατορες ,απουσιαζει το κεφαλαιο οικαδε ,και η επιπτωση του .

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου